- μαλθακότητα
- [малтакотита] ουσ. θ. размягченность, вялость, слабость.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μαλθακότητα — η (Α μαλθακότης, ητος) [μαλθακός] μαλακότητα, απαλότητα, τρυφερότητα νεοελλ. εκθήλυνση, θηλυπρέπεια αρχ. φρ. «ἡ μαλθακότης τοῡ ἐδάφους» η ύπαρξη ρωγμών στο έδαφος … Dictionary of Greek
μαλθακότητα — η η ιδιότητα του μαλθακού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλθακότητα — μαλθακότης Aër. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ατρύφητος — ἀτρύφητος, ον (Α) αυτός που δεν είναι έκδοτος στην τρυφή και τη μαλθακότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρυφώ ( άω) < τρυφή «απαλότητα, μαλθακότητα»] … Dictionary of Greek
μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… … Dictionary of Greek
Σαρδανάπαλος — Ασσύριος βασιλιάς τον οποίο αναφέρουν πολλοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και ο οποίος ταυτίζεται με το βασιλιά Ασουρμπανιπάλ (668 626 π.Χ.), γιο του Εσαρχαδών. Ο Ασουρμπανιπάλ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Ασσύριους ηγεμόνες: μετά τη νίκη του… … Dictionary of Greek
Σύβαρις — Αρχαία αποικία της Μεγάλης Ελλάδας, που ίδρυσαν τον 8o αι. π.Χ. στη δυτική ακτή του κόλπου του Τάραντα οι Αχαιοί της Πελοποννήσου. Η πόλη βρισκόταν σε απόσταση 3,5 χλμ. από τις σημερινές εκβολές του ποταμού Σύβαρη, όπου εντοπίστηκε από τις… … Dictionary of Greek
αφερεπονία — ἀφερεπονία, η (AM) [αφερέπονος] το να μην μπορεί κάποιος να υποφέρει τους κόπους, η μαλθακότητα, η νωθρότητα … Dictionary of Greek
εκθήλυνση — η (Α ἐκθήλυνσις και ἐκθήλυσις) το να γίνεται κάποιος θηλυπρεπής, να μεταβάλλει τη συμπεριφορά και ορισμένα χαρακτηριστικά του ώστε να μοιάζουν με γυναικεία αρχ. μεταβολή προς τη μαλθακότητα … Dictionary of Greek
θηλυπρέπεια — η [θηλυπρεπής] 1. η γυναικεία συμπεριφορά, η συμπεριφορά που ταιριάζει σε γυναίκα και όχι σε άντρα 2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα 3. δειλία, ατολμία, έλλειψη ανδρισμού … Dictionary of Greek